- μάριν
- μάριςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρίν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) «τὴν σῡν» … Dictionary of Greek
Μάριν, Τζον — (John Marin, Ράδερφορντ, Νιου Τζέρσι 1870 – 1953). Αμερικανός ζωγράφος. Φοίτησε στη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσιλβάνια (1889 1901). Το 1905 ταξίδεψε στο εξωτερικό για τέσσερα χρόνια, όπου σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα γνώρισε τα… … Dictionary of Greek
Αλμπρίτσι Ισαβέλλα-Θεοτόκη, κόμισσα — (Κέρκυρα 1760 – Βενετία 1836). Ελληνίδα λογία, διάσημη για την καλλονή της. Ήταν κόρη του κόντε Αντωνίου Θεοτόκη. Μορφώθηκε στην Κέρκυρα με ονομαστούς οικοδιδασκάλους και έμαθε αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά. Το 1776 παντρεύτηκε, παρά τη… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Λανγκ, Ντοροθέα — (Dorothea Lange, Χόμποκεν, Ολλανδία 1895 – Μαρίν Κάουντι, Καλιφόρνια 1965). Αμερικανίδα φωτογράφος. Το 1917 αποφοίτησε από την παιδαγωγική σχολή της Νέας Υόρκης και τα δύο επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Ράιτ, Φρανκ Λόιντ — (Wright, Ρίτσλαντ Σέντερ, Γουισκόνσιν 1867 ή 1869 – Τάλιεσιν Γουέστ, Φένιξ, Αριζόνα 1959). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Στη νεότητά του (1888), πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, ανέλαβε δραστηριότητα στο Σικάγο, στη μόνη πρωτότυπη αμερικανική… … Dictionary of Greek